- τίλη
- η, ΝΑ, και τίλα Ακαθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό κυρίως μέσα σε δέσμη ηλιακών ακτίνωννεοελλ.καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το μικήλλιοαρχ.1. απόρριμμα προερχόμενο από αποφλοίωση («εἰς τὴν τίλην τοῡ χόρτου», πάπ.)2. (γενικά) θρύμμα, θρύψαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω*].
Dictionary of Greek. 2013.